σφετερίζεται

σφετερίζεται
σφετερίζομαι
make one's own
pres ind mp 3rd sg
σφετερίζω
make one's own
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοφάγος — και αδερφοφάγος και αδελφοφάς και αδερφοφάς, ο 1. αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε συνεργός στον φόνο του 2. αυτός που σφετερίζεται την περιουσία τού αδελφού του 3. σκληρός, αιμοβόρος άνθρωπος 4. αδελφοδιώχτης (1, 2). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοφάγος — ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, ον) αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς νεοελλ. 1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν τού ανήκουν 2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος +… …   Dictionary of Greek

  • αρπαγμός — ο (AM ἁρπαγμός) [αρπάζω] 1. η αρπαγή 2. κάτι που αποκτά κανείς τυχαία (πρβλ. άρπαγμα) 3. προνόμιο, βραβείο 4. κάτι το οποίο σφετερίζεται κανείς αρχ. 1. η ληστεία 2. τα λάφυρα, η λεία …   Dictionary of Greek

  • δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… …   Dictionary of Greek

  • δημοβόρος — δημοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει ή σφετερίζεται όσα ανήκουν στον δήμο («δημοβόρε βασιλεῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + βορος < βορά] …   Dictionary of Greek

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

  • παντολάβος — ὁ, Α αυτός που παίρνει και σφετερίζεται τα πάντα από τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. β τού λαμβάνω), πρβλ. εργο λάβος] …   Dictionary of Greek

  • παρεκλέγω — Α 1. κρυφά συλλέγω ή εισπράττω προς ίδιον όφελος («εἶναί τινα καὶ κλέπτην καὶ παρεκλέγοντα τὰ κοινά», Δημοσθ. ιδιοποιείται, σφετερίζεται τα δημόσια χρήματα) 2. (για πτηνά) συλλέγω τροφή εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκλέγω (Ι) «διαλέγω,… …   Dictionary of Greek

  • φιλάρπαγας — ο, η / φιλάρπαξ, αγος, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να ιδιοποιείται ξένα κτήματα ή πράγματα, να κλέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἅρπαξ «αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”